Εισαγωγή
Η Προσωποκεντρική Ψυχοθεραπεία (Person-Centred Therapy), θεμελιωμένη από τον Carl Rogers στις αρχές της δεκαετίας του 1940, αποτελεί έναν από τους θεμελιώδεις πυλώνες της ανθρωπιστικής προσέγγισης στην ψυχοθεραπεία. Προέκυψε μέσα από την ανάγκη του Rogers να απομακρυνθεί από τις αυστηρές, ιατροκεντρικές και ψυχαναλυτικές πρακτικές που κυριαρχούσαν την εποχή, και να εστιάσει στη δυναμική του ίδιου του προσώπου ως του κύριου φορέα αλλαγής.
Βασικός πυρήνας της PCT είναι η πεποίθηση ότι το άτομο διαθέτει έμφυτη τάση πραγμάτωσης. Αυτή η φυσική, δημιουργική ορμή οδηγεί το άτομο προς την ανάπτυξη, την πληρότητα, και την ψυχολογική ευεξία. Ωστόσο, η πραγμάτωση δεν είναι δεδομένη απαιτεί ένα περιβάλλον στο οποίο το πρόσωπο γίνεται αποδεκτό όπως είναι, χωρίς κρίση ή απόρριψη, και ενθαρρύνεται να εξερευνήσει ελεύθερα τον εσωτερικό του κόσμο. Σε αυτό το πλαίσιο, η θεραπευτική σχέση γίνεται το ίδιο το μέσο της αλλαγής – όχι μέσω τεχνικών ή παρεμβάσεων, αλλά μέσα από την αυθεντική, ενσυναισθητική και αποδεκτική παρουσία του θεραπευτή.
Θεμελιώδεις Αρχές της Προσωποκεντρικής Ψυχοθεραπείας
Η Προσωποκεντρική Ψυχοθεραπεία είναι μια μη κατευθυντικη προσέγγιση και δεν βασίζεται σε τεχνικές, αλλά σε έναν συγκεκριμένο τρόπο ύπαρξης και σχέσης του θεραπευτή προς τον θεραπευόμενο. Η ποιότητα της σχέσης είναι η ίδια η θεραπεία. Ο Carl Rogers διατύπωσε έξι «αναγκαίες και ικανές συνθήκες» για τη θεραπευτική αλλαγή, εκ των οποίων τρεις αναγνωρίζονται ως οι πλέον θεμελιώδεις:
1. Αυθεντικότητα
Η αυθεντικότητα αναφέρεται στη γνησιότητα του θεραπευτή. Δεν προσποιείται κάποιο «ρόλο». Είναι παρών ως αληθινός άνθρωπος, σε επαφή με τον εσωτερικό του κόσμο. Η συναισθηματική διαφάνεια – όταν είναι κατάλληλη και χρήσιμη – συμβάλλει στο να νιώσει ο θεραπευόμενος ότι σχετίζεται με έναν πραγματικό, ανθρώπινο συνομιλητή και όχι με έναν «ειδικό» που κρύβεται πίσω από επαγγελματικές μάσκες.
Η αυθεντικότητα του θεραπευτή – δηλαδή η συμφωνία μεταξύ του εσωτερικού του βιώματος και της εξωτερικής του έκφρασης – είναι καθοριστική. Δεν είναι απλώς «ειλικρίνεια» είναι μια υπαρξιακή στάση παρουσίας, όπου ο θεραπευτής σχετίζεται ως πλήρες ανθρώπινο ον και όχι ως απόμακρος επαγγελματίας. Αυτό δημιουργεί ένα κλίμα συναισθηματικής ασφάλειας και ειλικρίνειας, επιτρέποντας στον θεραπευόμενο να αφήσει τις άμυνες του και να σχετιστεί αυθεντικά.
Ο θεραπευτής δεν «παίζει ρόλο». Μπορεί να παραδεχτεί αμηχανία, συγκίνηση, ακόμη και αβεβαιότητα – εφόσον αυτό γίνεται με υπευθυνότητα και υπηρετεί τη σχέση. Η γνησιότητα χτίζει εμπιστοσύνη και επιτρέπει μια πραγματική, ανθρώπινη σύνδεση.
2. Άνευ Όρων Θετική Θεώρηση
Πρόκειται για την πλήρη αποδοχή του ατόμου ανεξάρτητα από τις πράξεις, τα συναισθήματα ή τις εμπειρίες του. Ο θεραπευτής αποδέχεται τον θεραπευόμενο όπως ακριβώς είναι, χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς «αν» και «εφόσον». Αυτή η στάση προσφέρει ένα περιβάλλον ασφάλειας, το οποίο επιτρέπει την εξερεύνηση ακόμη και των πιο ντροπιαστικών ή επώδυνων πτυχών του εαυτού.
Η θετική αποδοχή χωρίς όρους είναι το αντίθετο της αξιολόγησης ή της σύγκρισης. Σημαίνει ότι ο θεραπευτής βλέπει τον θεραπευόμενο με σεβασμό, τρυφερότητα και εμπιστοσύνη, ακόμη και όταν ο ίδιος ο θεραπευόμενος ντρέπεται ή απεχθάνεται πτυχές του εαυτού του.
Αυτή η στάση δημιουργεί έναν χώρο όπου είναι επιτρεπτό να είσαι «εσύ» – ακόμη και όταν είσαι μπερδεμένος, θυμωμένος, πληγωμένος. Η εμπειρία της άνευ όρων αποδοχής λειτουργεί θεραπευτικά διότι αναιρεί τα «πρέπει» και επιτρέπει την αληθινή αυτοαποκάλυψη.
3. Ενσυναίσθηση
Η ενσυναίσθηση δεν είναι απλώς κατανόηση, αλλά βίωμα του εσωτερικού κόσμου του άλλου «σαν να ήταν δικός σου». Ο θεραπευτής προσπαθεί να συντονιστεί βαθιά με τον κόσμο του θεραπευόμενου και να του τον αντικατοπτρίσει με τρόπο ευαίσθητο και ακριβή. Αυτή η εμπειρία είναι συχνά από μόνη της θεραπευτική.
Η ενσυναίσθηση, δεν είναι ηθική στάση ή συναίσθημα. Είναι μια πράξη βαθιάς κατανόησης του εσωτερικού κόσμου του άλλου – μια προσπάθεια να «δεις με τα μάτια του», να «ακούσεις με τα αυτιά του». Ο θεραπευτής προσπαθεί να αισθανθεί τι σημαίνει να είσαι ο άλλος, και να του το δείξει με τρόπο που να το αισθανθεί αληθινό.
Η εμπειρία αυτή, όταν προσφέρεται με συνέπεια, επιτρέπει στον θεραπευόμενο να δει τον εαυτό του πιο καθαρά, να ονομάσει ό,τι μέχρι τώρα ήταν συγκεχυμένο ή ντροπιαστικό, και να ανακτήσει την αίσθηση του ποιος είναι.
Εσωτερικευμένα Αξιακά Συστήματα
Σύμφωνα με την οργανισμική θεωρία του Rogers, κάθε άνθρωπος διαθέτει έναν εσωτερικό αξιολογικό μηχανισμό – ένα «βαθύ ένστικτο» που του δείχνει τι τον ωφελεί και τι όχι. Όταν το άτομο μεγαλώνει σε περιβάλλον που του επιβάλλει όρους για να νιώσει αποδεκτό («είσαι καλός μόνο όταν…») αρχίζει να εσωτερικεύει εξωτερικά αξιακά συστήματα, απομακρύνεται από τον αυθεντικό εαυτό του και οδηγείται σε ασυμφωνία (incongruence).
Η θεραπεία στοχεύει στο να βοηθήσει τον άνθρωπο να επανασυνδεθεί με το δικό του οργανισμικό κέντρο, ώστε να αξιολογεί τις εμπειρίες του όχι με βάση το «τι πρέπει» αλλά με βάση το «τι είναι αληθινό» για εκείνον.
Η θεωρία του Rogers εξηγεί γιατί οι άνθρωποι πολλές φορές χάνουν την επαφή με τις δικές τους ανάγκες και επιθυμίες: επειδή έχουν μάθει ότι η αποδοχή και η αγάπη συνδέονται με όρους. Από νωρίς, το παιδί εσωτερικεύει την ιδέα ότι αξίζει όταν είναι «καλό», «ήσυχο», «επιτυχημένο». Έτσι αναπτύσσει εσωτερικευμένα αξιακά συστήματα που καθορίζουν τι είναι «αποδεκτό» και τι όχι.
Με τον καιρό, αυτή η συνθήκη οδηγεί σε ασυμφωνία ανάμεσα στο βίωμα και στην αυτοεικόνα. Το άτομο παύει να εμπιστεύεται τις αισθήσεις και τα συναισθήματά του και αρχίζει να ζει μέσα από μάσκες. Η θεραπεία στοχεύει στην αποδόμηση αυτών των όρων και στην ενίσχυση της εσωτερικής πυξίδας, της οργανισμικής αξιολόγησης.
Η θεραπευτική διαδικασία δεν είναι μόνο αποκαλυπτική είναι επανασυνδετική: βοηθά το άτομο να συντονιστεί εκ νέου με την προσωπική του εμπειρία, να ανακτήσει την ελευθερία του και να ζήσει σύμφωνα με τις δικές του αξίες.
Διαφοροποίηση από Άλλες Θεραπευτικές Προσεγγίσεις
Η προσωποκεντρική θεραπεία διαφοροποιείται ουσιωδώς από άλλες προσεγγίσεις ως προς:
- Το ρόλο του θεραπευτή: Δεν είναι ειδικός που δίνει συμβουλές ή αξιολογεί είναι συνοδοιπόρος, κάποιος που είναι «μαζί» και όχι «πάνω» από τον θεραπευόμενο.
- Τη μέθοδο παρέμβασης: Δεν χρησιμοποιεί τεχνικές, ούτε εντολές, ούτε αναλύσεις, συμβουλές. Η αλλαγή δεν προκαλείται, αλλά επιτρέπεται να συμβεί.
- Το πλαίσιο αναφοράς: Αντί να εστιάζει σε συμπτώματα, γνωσίες ή αναλυτικά μοντέλα, εστιάζει στο βίωμα του προσώπου εδώ και τώρα.